- ἀδελφοπρεπῶς
- D0-0-0-0-1=1 4 Mc 10,12as befits a brother; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αδελφοπρεπώς — ἀδελφοπρεπῶς επίρρ. (Α) όπως ταιριάζει σε αδελφό, με αδελφική αγάπη και τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφὸς + πρεπὴς < πρέπει (πρβλ. ανδροπρεπής)] … Dictionary of Greek
ἀδελφοπρεπῶς — as befits a brother indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek